- μεταχρηματίζω
- μεταχρηματίζω (Α)δίνω σε κάτι ή κάποιον άλλη ονομασία, χαρακτηρισμό ή τίτλο, μετονομάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α)-* + χρηματίζω «καλούμαι, ονομάζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταχρηματίσαντες — μεταχρηματίζω call by a different title aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχρηματίσασα — μεταχρηματίσᾱσα , μεταχρηματίζω call by a different title aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)